Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

«…και τι χιόνι σήκωσαν τούτες οι πλάτες κανένας δεν το ΄μαθε» Ο Ευρυτανικός παλμός συμμετέχει στο γιορτασμό για την ημέρα της ποίησης (21 Μαρτίου) με αναφορές στη ζωή και το έργο του ποιητή Μιχάλη Γκανά.

Ο ποιητής Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του και από το 1962 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Εργάστηκε ως βιβλιοπώλης, ως επιμελητής τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών και ως σεναριογράφος. 


Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες  και επίσης πολλά  ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από σημαντικούς Έλληνες και ξένους μουσικοσυνθέτες. Έχει μεταφράσει τις Νεφέλες του Αριστοφάνη για το Θέατρο Τέχνης-Κάρολος Κούν και τους επτά επι Θήβαις του Αισχύλου για το ΔΗΠΕΘΕ Πατρών  . Το 1994 τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο ποίησης. για το βιβλίο του «Παραλλογή» , το 2009 με το βραβείο Καβάφη και το 2011,  από την Ακαδημία Αθηνών (Ίδρυμα Πέτρου Χάρη) για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Το Νοέμβριο του 2013, κυκλοφόρησε  συγκεντρωτικός τόμος με το συνολικό   ποιητικό έργο του ποιητή -εκτός των στίχων του, οι οποίοι έχουν εκδοθεί σε ξεχωριστό τόμο-  από τις εκδόσεις «Μελάνι», Σκουφά 71 Α, Αθήνα, με τίτλο «Μιχάλης Γκανάς ,  Ποιήματα , 1978-2012». –
 Ο συγκεντρωτικός τόμος ,  από τον Νοέμβριο που εκδόθηκε , παρουσιάζεται ανελλιπώς στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις .  «Ανακαλύπτω και πάλι της ομορφιές της Ελλάδας» όπως δήλωσε ο ποιητής  πρόσφατα σε ραδιοφωνική εκπομπή/αφιέρωμα,  με αφορμή την έκδοση του συνολικού του έργου. (Για τον εορτασμό της ημέρας της ποίησης,   ο συγκεντρωτικός τόμος, παρουσιάστηκε πρόσφατα στα Τρίκαλa, Κατερίνη, στη Χαλκίδα,  στις 19 και 20 Μαρτίου και το Σάββατο 22 Μαρτίου,  στη Ναύπακτο. Στις εκδηλώσεις αυτές παραβρέθηκε ο ποιητής, συνομίλησε με το κοινό και διάβασε ποιήματά του).
Μετά τον «Ακάθιστο  Δείπνο» το 1978,   κυκλοφορεί το 1980,  το δεύτερο βιβλίο του Μιχάλη Γκανά,  με τίτλο «Μαύρα Λιθάρια» «μια από τις σημαντικότερες καταθέσεις της γενιάς του 1970 -και όχι μόνο-» όπως σημειώνει ο κριτικός Νίκος Δαβέττας, το 2000. Ο Δαβέττας συνεχίζοντας,  «……η ποίηση του Μιχάλη Γκανά θα μπορούσαμε να πούμε -τελείως σχηματικά- πως αναπτύσσεται πατώντας σε δύο ρεύματα: του μοντερνισμού όπως αυτός εκδηλώθηκε στο μεσοπόλεμο και του δημοτικού μας τραγουδιού. Όποτε παντρεύονται αρμονικά σημαίνει ένα μικρό θαύμα».
Για τη σχέση του και τις επιρροές με τη δημοτική ποίηση (ο Αχιλλέας Κυραικίδης τον κατονομάζει  σαν το πιο γνωστό Δημοτικό ποιητή) ο Γκανάς,  σε ομιλία του στα Γιάννενα το 2013,  σημειώνει: «……θέλω να επιστρέψουμε έστω για λίγο, στη ταπεινότητα των αφανών και ανωνύμων οι οποίοι δημιούργησαν τα λαμπρότερα έργα του Λόγου που άνθισαν στην Ήπειρο και όχι μόνο. Εννοώ τα Δημοτικά τραγούδια. Οι ανώνυμοι ποιητές αυτών των αριστουργημάτων ας είναι το πρότυπό μας»……. Ο ποιητής, κριτικός και εκδότης του περιοδικού «Νέο Πλανόδιο»,  Κώστας Κουτσουρέλης, με αφορμή την έκδοση του συγκεντρωτικού τόμου  του Γκανά, αναφέρει:  “Στον δρόμο αυτόν, ας σημειωθεί, ο Γκανάς δεν είναι μόνος του. Μαζί του συνοδοιπορούν ορισμένοι από τους πιο αξιόλογους τεχνίτες που έβγαλε η ποίησή μας τα τελευταία χρόνια, ο Μάρκος Μέσκος λ.χ., ή ο τόσο πρόωρα χαμένος Χρήστος Μπράβος, ή ο πολύ νεώτερός τους Δημήτρης Κοσμόπουλος, για να αναφέρω λίγα μόνο ονόματα. Ο ίδιος ο Γκανάς μιλάει για ρίζα κοινή. Όμως συνοδοιπόρους του θα βρούμε κι αλλού, έξω απ' την ποίηση· βασικά γνωρίσματα της αισθητικής του τα συναντούμε αλλιώς προσμεμειγμένα στην πεζογραφία του συντοπίτη του Σωτήρη Δημητρίου λ.χ., στον κινηματογράφο του Δήμου Αβδελιώδη, τη ζωγραφική του Σωτήρη Σόρογκα ή του Χρήστου Μποκόρου, τη μουσική και τα τραγούδια του Νίκου Ξυδάκη, του Θοδωρή Γκόνη, του Θανάση Παπακωνσταντίνου κ.ά……..”

Ο  Μιχάλης Γκανάς
Ας αφήσουμε όμως το λόγο στον ποιητή , όπως αυτός αποτυπώθηκε στο περιοδικό «Απόπλους» , σε εκδήλωση που έγινε το 2011 , στην κινηματογραφική λέσχη Σάμου,  όπου παρουσιάστηκε και η ταινία του σκηνοθέτη Στέλιου Χαραλαμπόμπουλου «Με λίγο φώς στους ώμους-Μιχάλης Γκανάς» . Ο Γκανάς -μεταξύ άλλων- ομολογεί:
Για τις ποιητικές προτιμήσεις του
Είμαστε χτισμένοι από αντιφατικά πράγματα. Δεν είναι απαραίτητο να σου αρέσει ένας ποιητής και ο αντίποδάς του να μην σου αρέσει. Λέω τώρα, αρέσει λίγο-πολύ σε όλους μας , γιατί είναι σημαντικός ποιητής ο Καβάφης. Θα περίμενε κανείς να μη μου αρέσει καθόλου ο Παλαμάς, γιατί είναι ακριβώς ο αντίποδας.  Ελάτε που μ΄ αρέσει όμως πολύ! Επίσης  με μια έννοια είναι και πιο κοντά μου, γιατί έρχεται όχι από το λόγιο κορμό της λογοτεχνίας μας όπως ο Καβάφης, έρχεται από τον προφορικό, από την παράδοση περισσότερο. Θέλω να πώ ότι δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Μ΄ αρέσει ο ΄Ελιοτ , αλλά μ΄αρέσει και ο Εντγκαρ Λι Μάστερς . Αλλά ο Εντγκαρ Λι Μάστερς έρχεται σε μια καίρια στιγμή για μένα. Έχω γράψει τη Μητριά Πατρίδα, που ήταν περισσότερο ένα πιεστικό πράγμα , επειδή είχαμε ζήσει αυτά που είχαμε ζήσει και έπρεπε να τα βγάλω από πάνω μου. Το ΄γραψα. Είχα την αίσθηση ότι γράφω πεζογράφημα. Ένας πεζογράφος όμως γνήσιος, ένας Τσίρκας , ένας Χατζής δε θα έγραφε 60 σελίδες που έγραψα εγώ γι΄ αυτήν  όλη την ιστορία. Θα έγραφε ή ένα μυθιστόρημα 500 σελίδων ή μια τριλογία: Πριν το Εμφύλιο, Κατά τον Εμφύλιο , Μετά τον Εμφύλιο. Όταν είδε το βιβλίο ο Ρένος  Αποστολίδης , μου είπε « άντε να χαθείς  από κει, έχεις ένα τέτοιο  θέμα και μου δίνεις 60 σελίδες».  Όμως, γράφοντας αυτό το βιβλίο, διαπίστωσα ότι δεν είμαι πεζογράφος. Γιατί πιστεύω ακράδαντα ότι είναι διαφορετική η λειτουργία του ποιητή και του πεζογράφου. Γι΄ αυτό και δεν έχουμε σπουδαίους πεζογράφους που είναι ταυτόχρονα και πολύ  καλοί ποιητές. Και το αντίστροφο. Εγώ δεν μπορούσα να  περιγράψω. Είναι δυνατόν να κάνεις πεζογραφία χωρίς να  έχεις αυτήν την ικανότητα, που μάλιστα εγώ την λέω αντοχή;  Δηλαδή αν ο ποιητής  είναι ο κατοστάρης, για να πάμε στους δρόμους ο μυθιστοριογράφος ή ο πεζογράφος είναι μαραθωνοδρόμος. Θέλει να έχει πνευμόνια, να έχει υπομονή, να ανεβαίνει , να κατεβαίνει. Εγώ ήθελα συνέχεια να αφαιρώ λέξεις. Αν ήταν να γράψω τριάντα λέξεις , ήθελα να  πάω στις τρείς. Και έτσι προέκυψε αυτό το πράγμα.

Για τη σημερινή εποχή σαν ποιητικό υλικό
Δεν ξέρει κανείς με αυτά τα πράγματα τα ευλογημένα, να τα πώ έτσι. Δεν ξέρεις από πού σου  ΄ρχονται. Δηλαδή μπορεί να είναι ένα βίωμα πάρα πολύ ισχυρό και να αφήσει ελάχιστα ίχνη και να είναι κάτι πολύ πιο  ασθενές , ένα χνουδάκι, ας πούμε, και να είναι τρομακτικός ο όγκος του, και η συγκίνηση να είναι πάρα πολύ μεγάλη. Η εποχή μας σίγουρα είναι πρόκληση. Είναι πρόκληση πρώτα απ΄ όλα για την ίδια τη ζωή μας. Αυτά που ζούμε. Είναι ζόρικη. Αυτά είναι υλικό για τέχνη. Τώρα,  αν θα βγει κάτι; Δε δεσμεύομαι καθόλου. Έχω  ξεκινήσει δυο βιβλία , από το 2005 , τρία μάλλον και βγήκε μόνο το Γυναικών  κι αυτό μετά απ΄ την πίεση της εκδότριας γυναίκας μου. Τα άλλα δύο είναι στο δρόμο (σ.σ: το 2011) : ένα ποιητικό και ένα πεζογράφημα. Θυμώνουν και τα βιβλία καμιά φορά, κάνουν ότι θέλουν, δεν είναι του χεριού μας. Και άμα τα ζορίζεις κιόλας να τελειώσουν, παίρνουν το χρόνο τους. Δεν ξέρω λοιπόν τι θα βγει.
Για τη μητριά Πατρίδα (σ.σ: α΄έκδοση , «Κείμενα»», 1981).
Ο συγκεκριμένος τίτλος Μητριά Πατρίδα είναι δάνειο από ένα καλό ποιητή και φίλο, το Μάρκο Μέσκο. Σε ένα ποίημά του αποκαλεί την πατρίδα μητριά. Με το βιβλίο Μητριά Πατρίδα δημιουργήθηκε ένα θέμα, ποια είναι η μητριά πατρίδα. Αν είναι η Ουγγαρία, στην οποία βρέθηκα ή αν είναι η Ελλάδα. (σ.σ: Ο Μιχάλης Γκανάς βρέθηκε στην Ουγγαρία από το  Σεπτέμβριο του 1948 μέχρι την επιστροφή του το Φεβρουάριο του  1954. Η κατάρα του Εμφυλίου……). Θα ήταν άδικο να πει κανείς ότι είναι η Ουγγαρία, γιατί φεύγοντας από τη φρίκη του Εμφυλίου και περνώντας από το καθαρτήριο της Αλβανίας όπου πεινάσαμε, γιατί δεν είχαν οι άνθρωποι τίποτα, φτάσαμε στην Ουγγαρία που ήταν παράδεισος σχεδόν. Αν δεν υπήρχε ο καημός της επιστροφής - κυρίως για τους μεγάλους -  ήτανε τα πράγματα πολύ καλά για εμάς τα παιδιά. Άρα η μητριά πατρίδα, είναι το θέλουμε ή δεν το θέλουμε η Ελλάδα. Είναι και  κάτι στερεότυπο σχεδόν , κλισέ θα έλεγα. Ακούμε, διαβάζουμε στις εφημερίδες παντού, η Ελλάδα που τρώει τα παιδιά της, που συνεχώς δεν κάνει αυτό που θα ΄πρεπε. Όχι πως και τα παιδιά κάνουν αυτό που θα έπρεπε για μια πατρίδα να πώ σολωμική. «Πατρίδα μεγαλόψυχη» λέει ο σολωμός, μητριά πατρίδα φτάνουμε να πούμε εμείς. Με τις τωρινές συνθήκες που ζούμε, μπορούμε να καταλάβουμε τι είναι αυτό, μολονότι είναι πολύ σύνθετο πράγμα. Τι είναι αυτό που θα μπορούσε να είναι η πατρίδα. Να είναι ένα τόπος όπου να νοιαζόμαστε όλοι γι΄ αυτήν και αυτή για μας αντίστοιχα. Λέω κάτι πολύ απλό. Οι περίφημοι Ηπειρώτες ευεργέτες (Ζαππαίοι, Σίνας, οι Αβέρωφ) κι όχι μόνον οι Ηπειρώτες, έκαναν λεφτά έξω, με οικονομίες με χίλια δυο και τα έστελναν  στην Ελλάδα. Εδώ γίνεται το φοβερό να βγάζουν λεφτά απ΄ το κράτος , απ΄ την ίδια τη χώρα τους δηλαδή, να κερδίζουν και  να τα βγάζουν έξω. Τι άλλο να πούμε; Αυτό είναι όλο. Έχει σπάσει αυτός ο ιστός, αυτή η ενότητα όπου όταν λέμε πατρίδα δεν ξέρουμε τι εννοούμε. (………) Δηλαδή πρέπει να κάνεις μια υπέρβαση, να ανακαλύψεις την άνω Ελλάδα που λέει ο Ελύτης, δηλαδή μια Ελλάδα που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα και να την αγαπήσεις;
…………………
Για το Γυναικών (σ.σ: εκδόσεις Μελάνι , Μάρτιος 2010).
       Το ομολογώ και σε συνεντεύξεις μου και φαντάζομαι ισχύει για όλους τους άντρες, οι γυναίκες είναι άγνωστη χώρα, δεν υπάρχει περίπτωση να τις καταλάβει κανείς. Μπορεί να ισχύει και το αντίστροφο. Επομένως, δεν είναι καμία έρευνα κοινωνιολογικής ή ψυχολογικής υφής. Απλώς αγαπάω και θαυμάζω τις γυναίκες και τις προσέχω, τις κοιτάζω,  τις θαυμάζω, τις παρατηρώ και όλο αυτό είναι που αποθέτω στο χαρτί. Ο θαυμασμός , η αγάπη. Μεγάλωσα ανάμεσα σε γυναίκες όταν φύγαμε από το χωριό. (σ.σ: το 1948) . Όλο γυναικόπαιδα ήμασταν. Οι μάχιμοι ήτανε ή στο ένα ή στο άλλο  στρατόπεδο. Ε, βρέθηκα εκεί που βρέθηκα, Αλβανία , Ουγγαρία. Γιαγιάδες ήταν μία, δύο, τρείς γιαγιάδες στην οικογένειά μας όταν βρεθήκαμε εκεί. Η μάνα της μάνας μου, η μάνα του πατέρα μου, η αδερφή του παππού μου, η μάνα μου τέταρτη γυναίκα, η θεία μου πέμπτη γυναίκα. Πέντε γυναίκες , ο παππούς μου και δύο αγόρια, εγώ και ο μικρός αδερφός μου.
……………….
Παρ όλα αυτά , ο Γκανάς,  γράφει :
Έτσι ήταν η Ελλάδα πάντοτε
Ένας δίσκος με αντίδωρα.

Κανένας δεν τη χόρτασε.
(Μ Γκανάς, «Ποιήματα 1978-2012»,  σελ 167).
                                                                                             
Ηλίας Α. Μπουμπουρής                                                                                    
Αθήνα , Μάρτιος 2014

Υ.Γ: Ο  στίχος στην επικεφαλίδα είναι από τα Γυάλινα Γιάννενα, ποίημα ΙΙ, (Μ Γκανάς, «Ποιήματα 1978-2012»,  σελ 96).